υπερστατικός

υπερστατικός
-ή, -ό, Ν
φυσ. (σχετικά με σώμα ή σύστημα σωμάτων) αυτός που δέχεται την επίδραση δυνάμεων ή έχει συνδέσμους τών οποίων ο υπολογισμός δεν μπορεί να γίνει με την κλασική επίλυση συστήματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”